- προσέειπε
- προσεῖπονspeak toaor ind act 3rd sg (epic)προσεῖπονspeak toaor ind act 3rd sg (epic)προσεῖπονspeak toaor ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσέειφ' — προσέειπα , προσεῖπον speak to aor ind act 1st sg (epic) προσέειπε , προσεῖπον speak to aor ind act 3rd sg (epic) προσέειπε , προσεῖπον speak to aor ind act 3rd sg (epic) προσέειπε , προσεῖπον speak to aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαύτις — ἐξαῡτις (AM) (Α και ἐξαῡθις) 1. ακόμη μια φορά, πάλι («Πηλεΐδης δ ἐξαῡτις ἀταρτηροῑς ἐπέεσσιν Ἀτρεΐδην προσέειπε», Ομ. Ιλ. Α) 2. (για τόπο) πίσω, προς τα πίσω («ἐξαῡτις Τρῶάς τε... ὤσαιτο προτὶ ἄστυ», Ομ. Ιλ. Π.) 3. (για χρόνο) έπειτα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
λίσσομαι — (Α) παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ. β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ. γ. «ταῡτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < *λιτ yο μαι (πρβλ … Dictionary of Greek
πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] … Dictionary of Greek